Η ιστορία αυτή αρχίζει ξημέρωμα στις χρυσές αμμουδιές της Καλιφορνίας της Ελλάδος, στις ατελείωτες παραλίες του νομού Ηλείας.
Μεγάλη Εβδομάδα ήταν η εποχή και «ο κακός, ο καλός και ο άσχημος» δηλαδή ο Λευτέρης, ο Άρης και εγώ συναντηθήκαμε για να ψαρέψουμε με spinning στις εκβολές των ποταμών. Στοχεύαμε σε κανένα ξεχασμένο λαβράκι του χειμώνα που πιστεύαμε ότι μπορεί να τριγύριζε σε αυτά τα μέρη. Ο εξοπλισμός μας ήταν μεσαίος ώστε να μπορούμε να στείλουμε με άνεση τα μεγάλα popper, surface και minnow που θα χρησιμοποιούσαμε, με εξαίρεση τον Λευτέρη που θα ψάρευε με buldo και χελάκι. Ο καιρός δυστυχώς ήταν καλός και η θάλασσα λάδι, κάτι το οποίο δεν μας εξασφάλιζε κάλυψη στην εμφάνιση των τεχνητών μας. Αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ένα, ένα τα μέρη της περιοχής με κατεύθυνση προς την Κυπαρισσία σταματώντας σε όποιο μέρος πέφτει νερό στην θάλασσα είτε ήταν κανάλι, είτε αντλιοστάσιο ή ακόμα και μικρό ρυάκι. Τα χέρια μας είχαν αρχίσει να επιμηκύνονται από τις πολλές βολές ενώ τα αποτελέσματα ήταν καταθλιπτικά. Μόλις ένα πολύ μικρό λαβράκι είχε τιμήσει το χελάκι του Λευτέρη, το οποίο επιστράφηκε πίσω στην μαμά του. Παρόλα αυτά το ηθικό μας ήταν ακμαίο και όλος ο χαβαλές γυρνούσε γύρω από την «μηχανή». Η «μηχανή» ήταν ο Λευτέρης που πραγματικά για άλλη μια φορά δεν σταματούσε να ρίχνει και να βγάζει το χελάκι! Κουραζόμουν μόνο που τον έβλεπα και όταν το είπα στον Άρη αυτός μου απάντησε : «Άφησε τον στο Κατάκολο και θα φτάσει ψαρεύοντας στην Καλαμάτα!!!». Μετά από δυο χιλιάδες ρίψεις και πεντακόσιες στάσεις, συμφωνήσαμε να επισκεφτούμε ένα καινούργιο μέρος που είχαμε δει στο χάρτη το οποίο ήταν στα όρια του νομού, τερματίζοντας εκεί την ψαρευτική μας διαδρομή. Αυτό ήταν ο ποταμός Νέδα, το μοναδικό ποτάμι που γνωρίζω με θηλυκό όνομα.
Ο «ληστής»
Μετά από μια μικρή περιπλάνηση σε χωματόδρομους, βρήκαμε την μπούκα του ποταμού. Το νερό που κατέβαζε το ποτάμι στην θάλασσα ήταν ορμητικό και το βάθος του πολύ μεγάλο ώστε να μας επιτρέψει να το διασχίσουμε και να ψαρέψουμε τις δυο μεριές της μπούκας. Όταν φτάσαμε στην εκβολή του ποταμού διαπιστώσαμε ακόμα ένα πρόβλημα που ήταν ότι ο κύριος όγκος του γλυκού νερού έβγαινε προς την αντίθετη πλευρά, εκεί που δεν είχαμε πρόσβαση. Ο Λεύτερης με buldo και χελάκι και ο Άρης με κουταλάκι βάρους 40 γρμ κατέβηκαν στην ακτή ενώ εγώ σκέφτηκα να φορέσω τα wanders μου, μήπως μπορέσω να φτάσω ευκολότερα την γόνιμη περιοχή των ψαριών περπατώντας μέσα στο νερό πάνω στο ανάχωμα που σχηματίζει ό ποταμός με την θάλασσα.
Μετά από λίγο, βρέθηκα στην αρχή του αναχώματος με ένα μεγάλο surface περασμένο στην παραμάνα του καλαμιού μου. Άρχισα να περπατάω πάνω στο ανάχωμα και από τα πρώτα μέτρα, το νερό με έφτανε λίγο πιο πάνω από τα γόνατα. Συνέχισα μέχρι η στάθμη του νερού να με φτάνει λίγο πιο κάτω από την μέση ενώ η απόσταση μου από την ακτή ήταν γύρω στα είκοσι μέτρα και τα βάθος δεξιά και αριστερά μου γύρω στα τρία. Εκσφενδόνισα όσο πιο μακριά μπορούσα το τεχνητό μου και άρχισα με μικρά τινάγματα να το φέρνω. Στην μέση της διαδρομής και πολύ πίσω από το τεχνητό, δυο τορπίλες άρχισαν έναν λυσσαλέο αγώνα δρόμου για να το προφτάσουν, αφήνοντας από ένα ίχνος πάνω στην ήρεμη θάλασσα. Με σφιγμένα δόντια περίμενα την ανατίναξη του τεχνητού μου. Τότε έγινε αυτό που μόνο σε έμενα μπορούσε να συμβεί. Το ένα από τα δυο ψάρια χτύπησε με τόση μανία το surface, που αυτό εκτινάχτηκε δυο μέτρα έξω από το νερό με κατεύθυνση προς εμένα. Μέχρι να μαζέψω τα μπόσικα που είχαν δημιουργηθεί, το τεχνητό παρέμενε ακίνητο στην επιφάνεια. Όταν το surface άρχισε να κινείται πάλι, η δεύτερη τορπίλη ήρθε με απίστευτη ταχύτητα από τα αριστερά και μπροστά στα μάτια μου, το καταβρόχθισε. Το ψάρι ήταν πολύ μεγάλο αλλά αντί να φύγει, άρχισε να στριφογυρίζει άγρια στην επιφάνεια, δημιουργώντας ένα τετραγωνικό μέτρο αφρούς όπου κατά διαστήματα η μεγάλη του ουρά έβγαινε έξω από το νερό. Έλυσα τα φρένα ώστε να καταφέρω να βγω στην ακτή με ασφάλεια και να οδηγήσω το ψάρι μακριά από το ρέμα του ποταμού.
Στην ακτή γινόταν ένας μικρός χαμός από τα επιφωνήματα, πειράγματα και γέλια του Άρη και του Λευτέρη. Λίγο πριν πατήσω το πόδι μου στην ακτή, μαζί με την πετονιά κόπηκε και η όποια χαρούμενη διάθεση είχαμε. Η απορία μου όσο και η έκπληξη μου ήταν τόσο μεγάλη που ένιωθα σαν χαμένος. Μάζεψα γρήγορα την πετονιά διαμέτρου 0,28 mm, για να δω τι είχε γίνει. Εντωμεταξύ το ψάρι στην προσπάθεια του να βγάλει το τεχνητό από το στόμα του, βγήκε έξω από το νερό μπροστά στους δυο επίσης χαμένους φίλους μου. Έπιασα την άκρη της πετονιάς και είδα ότι ήταν γδαρμένη σταδιακά, γύρω στους πέντε πόντους. Εκείνη την ώρα δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι είχε συμβεί αλλά όταν πήγα σπίτι έκανα πειράματα και συγκρίνοντας τα με το γδαρμένο κομμάτι, βρήκα τι ακριβώς είχε γίνει. Την ώρα που το surface τινάχτηκε στον αέρα, η πετονιά πέρασε πίσω από την μεσαία σαλαγγιά με αποτέλεσμα να φθείρεται παρόλο που τα φρένα ήταν χαλαρά. Το δεύτερο και μεγαλύτερο μυστήριο όμως ήταν το είδος του ψαριού-ληστή που χτύπησε και έκλεψε το τεχνητό μου. Προσπαθούσαμε να μαντέψουμε και οι τρεις την ταυτότητα του ψαριού και καταλήξαμε ότι ήταν ή πολύ μεγάλο λαβράκι ή γοφάρι ή μεγάλο μανάλι. Βεβαία μέχρι να καταλήξουμε δεν μπορούσαμε να μην το διακωμωδήσουμε στήνοντας καυγά, υπερασπίζοντας και προτείνοντας ψάρια όπως σκυλόψαρο, Wahoo, σολομός, μπαρακούντα, πέστροφα και… οξύρυγχος!!!
Όταν λείπει ο γάτος…
Η επόμενη μέρα που ξημέρωσε ήταν Μεγάλη Πέμπτη και εγώ έπρεπε να μαζέψω τα πράγματα για να ταξιδέψω στην Σάμο. Με είχε καλέσει ο αδελφός μου για να περάσουμε μαζί το Πάσχα και να ψαρέψουμε τους λούτσους που είχαν κάνει την εμφάνιση τους στα λιμάνια του νησιού. Έτσι το μυστήριο έπρεπε να λυθεί από τους δυο άλλους «κύριους». Οι ήμερες πέρασαν όμορφα στο νησί και την Κυριακή του Πάσχα, πήρα τους δυο φίλους για να τους πω ένα «Χριστός Ανέστη» άλλα κυρίως για να μάθω εάν λύσανε το μυστήριο. Πρώτα πήρα τον Άρη και αφού τον ενημέρωσα για τους λούτσους τον ρώτησα τι κάνανε. Αδιάφορα μου είπε ότι πήγαν μια βόλτα αλλά δεν έγινε τίποτα. Στην συνέχεια πήρα τον Λευτέρη ο οποίος μου είπε από μόνος τους : «Γιώργη, καλά είσαι εσύ. Εμείς δεν πήγαμε πουθενά! Από την μια οι δουλειές, από την άλλη οι γιορτές, που χρόνος για ψάρεμα». Δεν έδωσα σημασία στην αντίφαση, γιατί αμέσως μετά άρχισε να μου λέει για μια φοβερή ιαπωνική μάρκα τεχνητών που είδε στο Ίντερνετ, την όποια την έλεγαν «Gofar Lures» και έπρεπε οπωσδήποτε να την δω. Μάλιστα μου είχε στείλει και e-mail με την διεύθυνση. Δεν την είχα ξανακούσει αυτήν την μάρκα, παρόλο που έχω φάει μερόνυχτα μπροστά στον υπολογιστή ψάχνοντας για τεχνητά στις ιστοσελίδες του διαδικτύου. Το άλλο πρωί άνοιξα το υπολογιστή του αδελφού μου για να πάρω τα e-mail μου και να πιω το καφέ μου, διαβάζοντας τις πληροφορίες αυτής της άγνωστης μάρκας. Το πρώτο μήνυμα που κατέβασα ήταν από τον Λευτέρη και είχε θέμα : «για μια χούφτα… γοφάρια»! Το συνημμένο αρχείο ήταν μια εντυπωσιακή φωτογραφία που μαρτυρούσε τι είχε συμβεί. Μόνο τότε κατάλαβα το λογοπαίγνιο «Gofar Lures» και ξεκαρδίστηκα από τα γέλια. Άρχισα να παίρνω τηλέφωνο τους δυο «κυρίους» αλλά αυτοί μου το έκλειναν στα μούτρα, επίτηδες. Μάζεψα τα πράγματα μου άρον, άρον και πήρα το πρώτο καράβι για Πειραιά. Την άλλη μέρα το απόγευμα βρεθήκαμε οι τρεις φίλοι στο κατάστημα του Λευτέρη για να μου περιγράψουν τις λεπτομέρειες.
«Έλεος, πάμε να φύγουμε!!!»
Την ώρα που εγώ αρμένιζα κάπου στο Αιγαίο, ο Άρης είχε ξεκινήσει από τα ξημερώματα για την Νέδα. Σαν χρυσοθήρας άλλης εποχής κατέβηκε στο ποτάμι και άρχισε να «κοσκινίζει» τα νερά με τα μεγάλα popper του, αναζητώντας λίγο από το χρυσάφι που κρυβόταν εκεί μέσα. Το Ιόνιο ήταν πάλι ήσυχο και η μέρα που θα ερχόταν έμοιαζε περισσότερο με καλοκαίρι παρά με άνοιξη. Φορώντας wanders, όργωσε στην κυριολεξία τις εκβολές αλλά και τις διπλανές παραλίες για περίπου τρεις ώρες. Ο «ληστής» και η συμμορία του δεν φαινόταν πουθενά. Απογοητευμένος αλλά και αγχωμένος από τις οικογενειακές υποχρεώσεις μάζεψε τον εξοπλισμό του.
Εντωμεταξύ, στην αρχή του χωματόδρομου σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης που σιγά, σιγά πλησίαζε προς το μέρος του. Το σύννεφο καταλάγιασε και από το αμάξι κατέβηκαν δυο άλλοι επίδοξοι χρυσοθήρες ο Λευτέρης με τον αδελφό του Γιάννη. Αφού ενημερώθηκαν από τον Άρη που έφευγε, ξεκίνησαν για την ακτή. Η «μηχανή» πήρε μπροστά και άρχισε να μαστιγώνει την θάλασσα με ένα popper προς όλες τις κατευθύνσεις. Ύστερα από δυο ώρες χωρίς κανένα αποτέλεσμα ο Γιάννης αποφάσισε να ασχοληθεί με το άλλο του χόμπι που είναι η φωτογραφία, καθώς αραιά σύννεφα πρόβαλλαν από την μεριά της Ιταλίας, δημιουργώντας ένα πολύ όμορφο πίνακα ζωγραφικής στον ορίζοντα. Για την «μηχανή» ούτε λόγος να σταματήσει τις ρίψεις, παρόλο που είχε φτάσει μεσημέρι. Μετά από επίπονες και επίμονες προσπάθειες του Γιάννη, ο Λευτέρης πείστηκε να κάνει ένα διάλειμμα για φρέσκο καφέ που του είχε ετοιμάσει. Η ώρα ήταν τέσσερις το απόγευμα και μέχρι εκείνη την ώρα είχε καλύψει πάνω από τρία χιλιόμετρα παραλίας δεξιά και αριστερά από τις εκβολές. Λογικό λοιπόν είναι ο Γιάννης να εκλιπαρεί τον αδελφό του να γυρίσουν σπίτι στις οικογένειες τους, μιας και οι μέρες ήταν γιορτινές. «Τρεις ώρες ψάρευε ο Άρης και πέντε εσύ. Δεν το βλέπεις ότι η θάλασσα είναι άδεια; Έλεος, πάμε να φύγουμε!» είπε ο Γιάννης. Η απάντηση που βγήκε από το στόμα του Λευτέρη ήταν η κλασσική που έχουμε ακούσει πολλές φορές : «Σήμερα θα γίνει!! Είμαι σίγουρος, το νιώθω!» ενώ η αντίδραση του ακόμη κλασσικότερη, σηκώνοντας το καλάμι και τρέχοντας προς την θάλασσα. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι μόνο εγώ και ο Άρης μπορούσαμε να καταλάβουμε τον Γιάννη που έμεινε πίσω για να μαζέψει τα πράγματα σε μια ανέλπιδα προσπάθεια να πείσει τον εαυτό του ότι το ψάρεμα σε πολύ λίγο θα τελειώσει. Στην ακτή όμως τα γεγονότα ήταν πιο συνταρακτικά. Ο Λευτέρης βρισκόταν στις εκβολές όταν στον ορίζοντα μεγάλα ψάρια έκαναν άλματα έξω από το νερό, πολύ πιο μακριά από την εμβέλεια ρίψης των popper. Χωρίς δεύτερη σκέψη άνοιξε την τσάντα με τα τεχνητά, ψάχνοντας κάτι που θα μπορούσε να τα φτάσει. Η μοναδική επιλογή ήταν τα κουταλάκια των σαράντα και εξήντα γραμμαρίων. Την ώρα που έβαζε στην παραμάνα το κουταλάκι των εξήντα γραμμαρίων, ο Γιάννης τον πλησίασε αποφασισμένος να ασκήσει μέγιστη πίεση ώστε να φύγουν. «Στο είπα θα γίνει, τα ψάρια είναι μέσα!» είπε ο Λευτέρης για να πάρει την άμεση απάντηση : «Με δουλεύεις; Που τα είδες;».
«Νάτο, νάτο!!!»
Απτόητος έκανε την πρώτη ρίψη και άρχισε να φέρνει με μεσαία ταχύτητα το κουταλάκι το οποίο είχε λύσει το πρόβλημα της απόστασης. Τα ψάρια δεν φαίνονταν πουθενά και οι επόμενες ρίψεις δεν έφεραν κάποιο αποτέλεσμα. Τον Λευτέρη άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια στην ιδέα ότι ο Γιάννης δεν θα τον πίστευε, ο οποίος τώρα κοίταγε επίμονα την θάλασσα προσπαθώντας να αναγνωρίσει έστω κάποια μικρή ένδειξη από ψάρι. Αναγκαστικά έπρεπε να αλλάξει την τακτική του και αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει, φέρνοντας το κουταλάκι με πολύ γρήγορη ταχύτητα ώστε αυτό να βρίσκεται πάνω στο νερό και όχι μέσα. Η όλη ιδέα ήταν να προσπαθήσει να παρουσιάσει το κουταλάκι σαν popper. Τέσσερις τορπίλες εμφανίστηκαν πίσω του αλλά η ταχύτητα ήταν πολύ μεγάλη για να το φτάσουν.
Στην μέση όμως της διαδρομής μια άλλη τορπίλη ήρθε από δεξιά για να σταματήσει την τρελή πλεύση του κουταλιού. Τα άλματα άρχισαν άλλα τότε έγινε κάτι που θα ήθελα πολύ να ήμουν εκεί να το δω. Ο Λευτέρης δικαιωμένος αντί να παλέψει με το ψάρι άρχισε να δείχνει την θάλασσα και να φωνάζει : «Νάτο, νάτο!!! Στο ‘πα θα γίνει!» και βέβαια ο Γιάννης δεν έχασε την ευκαιρία να αποθανατίσει την στιγμή. Μετά από μια συναρπαστική μάχη με άλματα το ψάρι σύρθηκε με προσοχή στην ακτή. Μόλις τελείωσαν τα πειράγματα, οι πανηγυρισμοί και οι φωτογραφήσεις, ο Λευτέρης έριξε πάλι το κουταλάκι όσο πιο βαθιά μπορούσε. Ακολούθησε την ίδια τακτική όμως τα ψάρια δεν μπορούσαν να προλάβουν το κουταλάκι αλλά τουλάχιστον είχαν έρθει μέσα στην εμβέλεια των popper. Η αλλαγή του τεχνητού ήταν επιβεβλημένη και τώρα ένα popper ανακάτευε τα νερά στην επιφάνεια της θάλασσας.
Η «συμμορία» ενοχλήθηκε αμέσως από την παρουσία του popper και ένα μεγάλο γοφάρι αποφάσισε να σιωπήσει μια για πάντα τον ενοχλητικό. Η μάχη αυτή την φόρα ήταν πιο έντονη, με το ψάρι να πηδάει έξω από το νερό μέχρι και το τελευταίο κύμα. Ο σκληροτράχηλος «ληστής» παραδόθηκε μετά πολλά και βρέθηκε δίπλα στον μικρότερο σύντροφό του. Η πίσω σαλαγγιά του popper βρισκόταν μέσα στο στόμα με τα κοφτερά δόντια, οπότε ο Λευτέρης για να μην χάσει χρόνο με επικίνδυνες εγχειρήσεις, πέρασε στην παραμάνα ένα μεγάλο surface. Προτού ρίξει το τεχνητό στο νερό είδε τα ψάρια να κυνηγούν λίγο μακρύτερα. Έσπευσε προς εκείνο το σημείο και έριξε το τεχνητό του. Στην πρώτη ρίψη δεν έγινε τίποτα αλλά στην δεύτερη τα ίχνη από τις τορπίλες πήραν θέση πίσω από το κακόμοιρο surface. Μια τρομερή επίθεση στον αφρό, εξαφάνισε το τεχνητό από τα μάτια του και τα φρένα λύθηκαν με μανία. Χωρίς άλματα αυτή την φορά το ψάρι άρχισε να ζορίζει το καλάμι, το οποίο χαλάρωσε μόλις το ψάρι φάνηκε στον αέρα κάπου στα βαθιά.
Ο Λευτέρης ένιωσε την μια σαλαγγιά να ξεκαρφώνεται και μείωσε τη πίεση στο ψάρι, το οποίο για κακή του τύχη είχε κουραστεί. Μετά από λίγα λεπτά η απόσταση του ψαριού από την ακτή είχε μικρύνει αισθητά. Με ήρεμες κινήσεις οδηγήθηκε στο πρώτο κύμα και με την ελάχιστη πίεση, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, ξεβράστηκε στα πόδια του Γιάννη που τραβώντας τη πετονιά απλώς το έσυρε για ασφάλεια στην ξερή άμμο. Το γοφάρι αυτό είχε σχεδόν το ίδιο μέγεθος με το προηγούμενο και ήταν πιασμένο επιπόλαια από την πίσω σαλαγγιά στο στόμα. Η «μηχανή» είχε πάρει φωτιά όποτε δεν άργησε να ξαγκιστρώσει το surface για να συνεχίσει τις μάχες. Μετά από σχετικά αρκετή ώρα ένα γοφάρι όρμισε πάλι αλλά πιάστηκε πολύ επιπόλαια με αποτέλεσμα να ξεκαρφωθεί και να πάρει μαζί του όλο το κοπάδι, τερματίζοντας το ψάρεμα για εκείνη την ήμερα. Ούτως ή άλλως άρχιζε να νυχτώνει και ο σκοπός είχε επιτευχθεί με λύση του μυστηρίου. Τράβηξαν την ιστορική φωτογραφία «για μια χούφτα… γοφάρια» και πήραν τηλέφωνο τον Άρη για να συναντηθούν όλοι μαζί στο μαγαζί του Λευτέρη και να μοιραστούν την χαρά. Εκεί σχεδίασαν την σατανική φάρσα που θα μου έκαναν όπως και την εξόρμηση της επόμενης μέρας.
«Με ένα σμπάρο δυο…γοφάρια»
Μέχρι να ξημερώσει Μεγάλη Παρασκευή, οι ουρανοί άνοιξαν για τα καλά. Κατά την διάρκεια της νύχτας, μια μίνι μπόρα πέρασε με κατεύθυνση την ηπειρωτική Πελοπόννησο. Ωστόσο το πρωί επικράτησε ηλιοφάνεια χωρίς ιδιαίτερους ανέμους. Η παρέα συγκεντρώθηκε το πρωί για αναχώρηση, με μοναδική φοβία την πιθανή περίπτωση να κατεβάζει το ποτάμι, λάσπη. Φτάνοντας εκεί, συνάντησαν μια καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, με τα νερά του ποταμού καθαρά και την θάλασσα ήρεμη. Άρχισαν τις ρίψεις με διαφορετικά τεχνητά δηλαδή κουταλάκι ο Λευτέρης και popper o Άρης.
Στόχος τους ήταν να τα προσελκύσει το κουταλάκι ώστε να εισέλθουν στην εμβέλεια των popper. Μετά από μια ώρα ρίψεων, τίποτα δεν είχε γίνει αλλά ούτε και τα ψάρια είχαν φανεί να κυνηγούν κάπου στον ορίζοντα. Έτσι το μόνο που απέμενε ήταν το στατικό spinning δηλαδή να πάρουν θέση στις εκβολές και να περιμένουν την εμφάνιση των ψαριών, ρίχνοντας κατά διαστήματα τα τεχνητά στο νερό. Ο τρόπος αυτός ψαρέματος βασίζεται σε μεγάλο ποσοστό στην παρατήρηση αφού πρέπει να κοιτάς επίμονα την θάλασσα για ενδείξεις όπως ανακάτεμα των νερών από επίθεση ψαριών, άλματα μικρών τρομαγμένων ψαριών, άλματα των θηρευτών, επίθεση γλάρων στην θάλασσα κ.α. Συγχρόνως πρέπει να ρίχνεις το τεχνητό σου και να παρατηρείς αν το ακολουθεί διστακτικά από πίσω κάποιο ψάρι ώστε να το αλλάξεις με αυτό που θα του κινήσει τα κυνηγετικά του ένστικτα.
Η ώρα περνούσε και τίποτα από τα παραπάνω δεν έγινε. Η θάλασσα φαινόταν άδεια! Δεν ήταν όμως. Σε μια ρίψη του Λευτέρη και χωρίς καμία προειδοποίηση στον αφρό, το κουταλάκι σταμάτησε από τα δόντια ενός γοφαριού. Το ψάρι ήταν σεβαστού μεγέθους και αναθέρμανε την όρεξη της παρέας. Οι ρίψεις πύκνωσαν σε συχνότητα αλλά φαινόταν ότι το γοφάρι αυτό ήταν μοναχικός κυνηγός. Η ώρα είχε περάσει και λόγω της ημέρας η παρέα διαλύθηκε χωρίς ανανέωση του ραντεβού.
Το απόγευμα ο Άρης ξέκλεψε λίγο χρόνο από τις οικογενειακές υποχρεώσεις και κατευθύνθηκε προς το ποτάμι με την ελπίδα ότι κάτι καλύτερο θα συμβεί. Στο δρόμο πήρε τηλέφωνο το Λευτέρη για να τον ενημερώσει, διαπιστώνοντας ότι τα μεγάλα πνεύματα συναντιόνται, καθώς και αυτός είχε βρει χρόνο και κατευθυνόταν προς το ίδιο σημείο. Με διαφορά δυο λεπτών ο Άρης έφτασε πρώτος για να συναντήσει μια λίγο ταραγμένη θάλασσα ενώ ο καιρός μύριζε βροχή. Τα καλάμια δεν είχαν προλάβει να κρυώσουν και ξανάπιασαν δουλειά. Η επερχόμενη βροχή δημιούργησε ένα άγχος στην ομάδα που μαστίγωνε την θάλασσα με τέτοια μανία σαν σε διαγωνισμό ρίψεων. Το κουταλάκι του Λευτέρη χόρευε στην επιφάνεια της θάλασσας ενώ το μεγάλο βυθιζόμενο popper του Άρη ανακάτωνε τα νερά. Ξάφνου πίσω από το κουταλάκι του Λευτέρη άρχισε ένα αγώνας δρόμου με έπαθλο μια σαλαγκιά! Η ταχύτητα του κουταλιού ήταν μεγάλη για άλλη μια φορά και φαινόταν πως το έπαθλο δεν θα το κέρδιζε κανείς. Ο καιροσκόπος όμως Άρης, μόλις είδε ότι τα ψάρια είχαν μπει στην εμβέλεια του popper δεν έχασε στιγμή και το έριξε όσο πιο βαθιά μπορούσε. Η ιδιαιτερότητα του τεχνητού αυτού ήταν ότι ανάλογα την θέση της κορυφής του καλαμιού μπορούσες να το κάνεις να πλέει σαν minnow ή να έρχεται στον αφρό σαν κανονικό popper. Με την κορυφή χαμηλά άρχισε να το σέρνει μέσα στο νερό ώσπου απότομα σταμάτησε σαν να είχε σκαλώσει κάπου.
Προσπαθούσε να καταλάβει αν είχε ψάρι αλλά αυτό που ένιωθε ήταν ένα μεγάλο βάρος και κανένα βίαιο κεφάλι. Στα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα το μυστήριο λύθηκε όταν το βάρος άρχισε να φεύγει και στο ορίζοντα φάνηκαν δυο γοφάρια να πηδούν έξω από το νερό, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν συγχρονική κολύμβηση. Ο Άρης με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά σκεφτόταν πως «με ένα σμπάρο δυο… γοφάρια» αλλά η χαρά του δεν κράτησε πολύ. Ο όγκος εξαφανίστηκε και την θέση του πήραν τα μανιασμένα κεφάλια ενός αξιόμαχου γοφαριού. Μέχρι και την τελευταία στιγμή το ψάρι αντιστεκόταν, εξαντλώντας την παραβολή του καλαμιού. Όταν το γοφάρι ήρθε στα χέρια του Άρη, λύθηκε το μυστήριο του δεύτερου γοφαριού. Ο κατά τα άλλα «ψείρας», Άρης δεν είχε προλάβει να αλλάξει τις εργοστασιακές σαλαγκιές με ενισχυμένες από το εμπόριο, με αποτέλεσμα η μία από αυτές να ανοίξει κάτω από την πίεση του ψαριού, απελευθερώνοντας το. Τυχερός ήταν που δεν άνοιξε και η δεύτερη αφού το ένα από τα τρία αρπάδια ήταν λυγισμένο. Μόλις βγήκαν οι φωτογραφίες, οι ουρανοί άνοιξαν, θυμίζοντας στους δυο άπιστους ότι ήταν αγίες μέρες και το είχαν παραξηλώσει. Το γοφάρι του Άρη ήταν το μεγαλύτερο του διημέρου, αφήνοντας μια ωραία ανάμνηση και δίνοντας ένα «Happy End».
Αν και μακριά…
Στην εξόρμηση αυτή δεν συμμετείχα και ήμουν πολύ μακριά αλλά νιώθω ότι στις επιτυχίες των δυο φίλων μου, ήμουν παρών. Είναι πολύ ωραίο να μην υπάρχει ανταγωνισμός και πάντα προσπαθούσα να διαλέγω στο ψάρεμα μου για παρέα, τέτοιους ανθρώπους όπου η επιτυχία η δική μου θα ήταν δική τους και το αντίστροφο. Παράλληλα μοιράζοντας τις γνώσεις και τις εμπειρίες, εξελίσσουμε την αγαπημένη μας τεχνική, κάτι που θα ήταν ακατόρθωτο αν ο καθένας τράβαγε τον δικό του δρόμο. Βεβαία ακόμα και σε ένα απλό χόμπι όπως είναι το ψάρεμα, τα αυτονόητα έχουν γίνει ρομαντικές επιδιώξεις αφού για πολλούς έχει γίνει ζήτημα ζωής και θανάτου ή μέσο καταξίωσης. Δεν το κρύβω ότι αν δεν είχα την στήριξη κάποιων καλών φίλων θα τα είχα παρατήσει, για αυτό θα ήθελα να τους ευχαριστήσω και να τους υποσχεθώ ότι την άλλη φορά δεν θα λείπω…